ανάκραγμα — το [ανακράζω] 1. δυνατή φωνή, κραυγή, επίκληση 2. (για ζώα ή πουλιά) δύναμη για κράξιμο, φωνή, λαλιά … Dictionary of Greek
γκάβρα — η 1. το κράξιμο τών κοράκων 2. τσιριξιές σε γυναικοκαβγά … Dictionary of Greek
κοκκυσμός — κοκκυσμός, ὁ (AM) [κοκκύζω] μσν. φωνή κότας ή πετεινού αρχ. 1. το κράξιμο τού κούκου 2. ο ήχος πολύ οξείας ανθρώπινης φωνής … Dictionary of Greek
μαυλίζω — και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [μαύλις (Ι)] εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη νεοελλ. 1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 2. προσελκύω θηράματα με μίμηση τής φωνής τους («σαν τα πουλιά,… … Dictionary of Greek
μαύλισμα — ατος, το [μαυλίζω] 1. προαγωγή σε πορνεία, μαστροπεία 2. κάλεσμα κατοικίδιων ζώων με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 3. παραπλάνηση θηραμάτων με μίμηση τής φωνής τους 4. ξελόγιασμα … Dictionary of Greek
ανάκρασμα — ανάκρασμα, το και ανάκραγμα, το, ατος δυνατή κραυγή, κράξιμο: Το ανάκρασμά του το ακολούθησε ορμητική επίθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοπούλι — το πουλί που το κράξιμό του θεωρείται προμήνυμα συμφοράς, γρουσούζικο πουλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κραξιά — κραξιά, η και κράξιμο, το 1. κραυγή. 2. κάλεσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρωγμός — ο το κράξιμο του κόρακα, της κουρούνας κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώναγμα — το, ατος και φώνασμα, το ατος 1. κραυγή, κράξιμο, κραξιά, ξεφωνητό, αναφώνηση: Μάλωναν γυναίκες κι ακούγονταν φωνάγματα. 2. κλήση, κάλεσμα, καλεσμός: Μ ένα φώναγμα θα έρθει εδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)